ανθολόγημα

ανθολόγημα
τό
1) см. ανθολογία 1; 2) составление антологии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανθολόγημα" в других словарях:

  • ανθολόγημα — το, ατος το μάζεμα των λουλουδιών: Έκαμε ένα πρόχειρο ανθολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθολόγημα — το 1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών 2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα …   Dictionary of Greek

  • ανθολογία — η 1. μάζεμα λουλουδιών, ανθολόγημα (βλ. λ.). 2. συλλογή εκλεκτών ποιημάτων ή πεζογραφημάτων: Την πρώτη «Ανθολογία» έκαμε ο επιγραμματοποιός Μελέαγρος τον 1ο π.Χ. αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»